ταυρείῃ
Look at other dictionaries:
ταυρείη — ταύρειος of bulls fem nom/voc sg (epic ionic) ταυρεία bull s hide fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρείῃ — ταύρειος of bulls fem dat sg (epic ionic) ταυρεία bull s hide fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ … Dictionary of Greek